- θνητοειδεῖς
- θνητοειδήςof mortal naturemasc/fem acc plθνητοειδήςof mortal naturemasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θνητοειδής — θνητοειδής, ές (Α) θνητός κατά τη φύση («τὰς χορδὰς θνητοειδεῑς οὔσας», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + ειδής (< είδος)] … Dictionary of Greek